καλλίκαρπα

καλλίκαρπα
καλλίκαρπος
rich in fine fruit
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γεώλοφος — και γήλοφος, ο (AM γεώλοφος και γήλοφος, ο Α και γήλοφον, το) χαμηλό ύψωμα, χωμάτινος λόφος αρχ. μσν. ο αγροίκος, ο χοντροφτιαγμένος αρχ. ως επίθ. ο σκεπασμένος με χώμα («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”